- ἐπιτέρμιος
- ἐπιτέρμιοςat the limitsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτέρμιος — ἐπιτέρμιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στο τέρμα κατά τον Ησύχ. προσωνυμία τού Ερμή ως θεού τών ορίων … Dictionary of Greek
ἐπιτέρμιον — ἐπιτέρμιος at the limits masc/fem acc sg ἐπιτέρμιος at the limits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπιτέρμιον — ἐπιτέρμιον , ἐπιτέρμιος at the limits masc/fem acc sg ἐπιτέρμιον , ἐπιτέρμιος at the limits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)